συκοφάγος

συκοφάγος
(oriola calbula). Στρουθοειδές πουλί της οικογένειας των Συλβιδών και, σύμφωνα με άλλη κατάταξη, των Κορακοειδών. Το όνομά του προέρχεται από το ότι, κατά το καλοκαίρι, εκτός από έντομα και προνύμφες, τρέφεται και με φρούτα, προτιμώντας προ πάντων τα σύκα. Μικρών διαστάσεων και με χρώμα καφέ προς το λαδί, το πουλί αυτό περνά τη θερμή εποχή σε μεγάλες περιοχές της Ευρασίας, όπου φωλιάζει ανάμεσα στους θάμνους. Στις αρχές του φθινοπώρου μεταναστεύει στην κεντρική και νότια Αφρική για να διαχειμάσει. Το σ. τον κυνηγούν για την πολύ νόστιμη σάρκα του. Μαγειρεύεται κοκκινιστός, ψητός ή και με ρύζι. Στην Ελλάδα περνά το Μάιο, τον Αύγουστο ή και το Σεπτέμβριο.
* * *
ο / συκοφάγος, -ον, ΝΑ, και συκοφάος Ν
αυτός που τού αρέσει να τρώει σύκα, συκοφαγάς
νεοελλ.
ζωολ. κοινή ονομασία τού είδους στρουθιομορφου πτηνού Oriolus oriolus τής οικογένειας οριολίδες, αλλ. συκολέβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -φάγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συκοφάγος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοφάγος — ο 1. είδος πουλιού. 2. αυτός που αγαπά υπερβολικά τα σύκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συκοφάγου — συκοφάγος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοφαγώ — έω, Μ [συκοφάγος] τρώω σύκα, είμαι συκοφάγος …   Dictionary of Greek

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

  • κιτρινοπούλα — η το πτηνό συκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταπλ. τ. τού κιτρινοπούλι] …   Dictionary of Greek

  • ορίολος — (oriolus oriolus). Πουλί της οικογένειας των οριολιδών, της τάξης των στρουθιόμορφων. Ο o., που έχει συνολικό μήκος περίπου 25 εκ., φωλιάζει στην Ευρώπη, όχι πέρα από τον βόρειο παράλληλο 63° και στη νοτιοδυτική Ασία και διαχειμάζει στην τροπική… …   Dictionary of Greek

  • συκάς — Ημιορεινός οικισμός (303 κάτ., υψόμ. 250 μ.), στην επαρχία Φθιώτιδας, του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Σπερχειάδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ., 303 κάτ.). * * * (I) ο, Ν 1. πωλητής σύκων 2. άλλη κοινή… …   Dictionary of Greek

  • συκαλλίδα — η / συκαλλίς, ίδος, ΝΑ, και συκαλίς Α είδος μικρού ωδικού πτηνού, ο ορίολος ή συκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + υποκορ. κατάλ. αλ(λ)ίς (πρβλ. πυρ αλ[λ]ίς)] …   Dictionary of Greek

  • συκολέβι — το, Ν το πτηνό ορίολος, ο συκοφάγος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”